Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκευαστέον
σκευαστέος
σκευαστής
σκευαστός
σκευή
σκευογραφία
σκευογραφικός
σκευοθήκη
σκευοπλασία
σκευοπλαστικός
σκευοποιέω
σκευοποίημα
σκευοποιία
σκευοποιός
σκευοπώλης
σκεῦος
σκευότριψ
σκευουργία
σκευοφορεῖον
σκευοφορέω
σκευοφορικός
View word page
σκευοποιέω
to fabricate
ShortDef
to fabricate
Debugging
Headword:
σκευοποιέω
Headword (normalized):
σκευοποιέω
Headword (normalized/stripped):
σκευοποιεω
IDX:
80140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80141
Key:
Data
{'content': 'to fabricate'}