Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκεύασμα
σκευαστέον
σκευαστέος
σκευαστής
σκευαστός
σκευή
σκευογραφία
σκευογραφικός
σκευοθήκη
σκευοπλασία
σκευοπλαστικός
σκευοποιέω
σκευοποίημα
σκευοποιία
σκευοποιός
σκευοπώλης
σκεῦος
σκευότριψ
σκευουργία
σκευοφορεῖον
σκευοφορέω
View word page
σκευοπλαστικός
potter's
ShortDef
potter's
Debugging
Headword:
σκευοπλαστικός
Headword (normalized):
σκευοπλαστικός
Headword (normalized/stripped):
σκευοπλαστικος
IDX:
80139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80140
Key:
Data
{'content': "potter's"}