Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνομογενής
ἀνομοειδής
ἀνομόζηλος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοβαρής
ἀνομοιογενής
ἀνομοιογώνιος
ἀνομοιοειδής
ἀνομοιοκατάληκτος
ἀνομοιομερής
ἀνομοιοποιός
ἀνομοιόπτωτος
ἀνόμοιος
ἀνομοιόστροφος
ἀνομοιοσχήμων
ἀνομοιότης
ἀνομοιότροπος
ἀνομοιόφυλος
ἀνομοιόχρονος
ἀνομοιόχρους
ἀνομοιόω
View word page
ἀνομοιοποιός
causing

ShortDef

causing

Debugging

Headword:
ἀνομοιοποιός
Headword (normalized):
ἀνομοιοποιός
Headword (normalized/stripped):
ανομοιοποιος
IDX:
8013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8014
Key:

Data

{'content': 'causing'}