Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκευάζομαι
σκευάζω
σκευάριον
σκευασία
σκεύασμα
σκευαστέον
σκευαστέος
σκευαστής
σκευαστός
σκευή
σκευογραφία
σκευογραφικός
σκευοθήκη
σκευοπλασία
σκευοπλαστικός
σκευοποιέω
σκευοποίημα
σκευοποιία
σκευοποιός
σκευοπώλης
σκεῦος
View word page
σκευογραφία
inventory
ShortDef
inventory
Debugging
Headword:
σκευογραφία
Headword (normalized):
σκευογραφία
Headword (normalized/stripped):
σκευογραφια
IDX:
80135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80136
Key:
Data
{'content': 'inventory'}