Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκευαγωγός
σκευάζομαι
σκευάζω
σκευάριον
σκευασία
σκεύασμα
σκευαστέον
σκευαστέος
σκευαστής
σκευαστός
σκευή
σκευογραφία
σκευογραφικός
σκευοθήκη
σκευοπλασία
σκευοπλαστικός
σκευοποιέω
σκευοποίημα
σκευοποιία
σκευοποιός
σκευοπώλης
View word page
σκευή
equipment, attire, apparel, dress
ShortDef
equipment, attire, apparel, dress
Debugging
Headword:
σκευή
Headword (normalized):
σκευή
Headword (normalized/stripped):
σκευη
IDX:
80134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80135
Key:
Data
{'content': 'equipment, attire, apparel, dress'}