Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζομαι
σκευάζω
σκευάριον
σκευασία
σκεύασμα
σκευαστέον
σκευαστέος
σκευαστής
σκευαστός
σκευή
σκευογραφία
σκευογραφικός
σκευοθήκη
σκευοπλασία
σκευοπλαστικός
σκευοποιέω
σκευοποίημα
σκευοποιία
σκευοποιός
View word page
σκευαστός
prepared by art, artificial
ShortDef
prepared by art, artificial
Debugging
Headword:
σκευαστός
Headword (normalized):
σκευαστός
Headword (normalized/stripped):
σκευαστος
IDX:
80133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80134
Key:
Data
{'content': 'prepared by art, artificial'}