Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκευά
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζομαι
σκευάζω
σκευάριον
σκευασία
σκεύασμα
σκευαστέον
σκευαστέος
σκευαστής
σκευαστός
σκευή
σκευογραφία
σκευογραφικός
σκευοθήκη
σκευοπλασία
σκευοπλαστικός
σκευοποιέω
σκευοποίημα
σκευοποιία
View word page
σκευαστής
preparer

ShortDef

preparer

Debugging

Headword:
σκευαστής
Headword (normalized):
σκευαστής
Headword (normalized/stripped):
σκευαστης
IDX:
80132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80133
Key:

Data

{'content': 'preparer'}