Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευά
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζομαι
σκευάζω
σκευάριον
σκευασία
σκεύασμα
σκευαστέον
σκευαστέος
σκευαστής
σκευαστός
σκευή
σκευογραφία
σκευογραφικός
σκευοθήκη
σκευοπλασία
σκευοπλαστικός
σκευοποιέω
View word page
σκευαστέον
one must prepare

ShortDef

one must prepare

Debugging

Headword:
σκευαστέον
Headword (normalized):
σκευαστέον
Headword (normalized/stripped):
σκευαστεον
IDX:
80130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80131
Key:

Data

{'content': 'one must prepare'}