Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευά
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζομαι
σκευάζω
σκευάριον
σκευασία
σκεύασμα
σκευαστέον
σκευαστέος
σκευαστής
σκευαστός
σκευή
σκευογραφία
σκευογραφικός
σκευοθήκη
σκευοπλασία
σκευοπλαστικός
View word page
σκεύασμα
preparation, dish

ShortDef

preparation, dish

Debugging

Headword:
σκεύασμα
Headword (normalized):
σκεύασμα
Headword (normalized/stripped):
σκευασμα
IDX:
80129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80130
Key:

Data

{'content': 'preparation, dish'}