Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευά
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζομαι
σκευάζω
σκευάριον
σκευασία
σκεύασμα
σκευαστέον
σκευαστέος
σκευαστής
σκευαστός
σκευή
σκευογραφία
σκευογραφικός
σκευοθήκη
σκευοπλασία
View word page
σκευασία
a preparing, dressing

ShortDef

a preparing, dressing

Debugging

Headword:
σκευασία
Headword (normalized):
σκευασία
Headword (normalized/stripped):
σκευασια
IDX:
80128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80129
Key:

Data

{'content': 'a preparing, dressing'}