Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκεπτικός
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευά
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζομαι
σκευάζω
σκευάριον
σκευασία
σκεύασμα
σκευαστέον
σκευαστέος
σκευαστής
σκευαστός
σκευή
σκευογραφία
σκευογραφικός
σκευοθήκη
View word page
σκευάριον
a small vessel
ShortDef
a small vessel
Debugging
Headword:
σκευάριον
Headword (normalized):
σκευάριον
Headword (normalized/stripped):
σκευαριον
IDX:
80127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80128
Key:
Data
{'content': 'a small vessel'}