Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκεπτήριον
σκεπτικός
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευά
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζομαι
σκευάζω
σκευάριον
σκευασία
σκεύασμα
σκευαστέον
σκευαστέος
σκευαστής
σκευαστός
σκευή
σκευογραφία
σκευογραφικός
View word page
σκευάζω
to prepare, make ready

ShortDef

to prepare, make ready

Debugging

Headword:
σκευάζω
Headword (normalized):
σκευάζω
Headword (normalized/stripped):
σκευαζω
IDX:
80126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80127
Key:

Data

{'content': 'to prepare, make ready'}