Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκεπάω
σκεπεινός
σκέπη
σκεπτέον
σκεπτέος
σκεπτήριον
σκεπτικός
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευά
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζομαι
σκευάζω
σκευάριον
σκευασία
σκεύασμα
σκευαστέον
σκευαστέος
View word page
σκέρβολος
scolding, abusive

ShortDef

scolding, abusive

Debugging

Headword:
σκέρβολος
Headword (normalized):
σκέρβολος
Headword (normalized/stripped):
σκερβολος
IDX:
80121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80122
Key:

Data

{'content': 'scolding, abusive'}