Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκέπαστρον
σκεπάω
σκεπεινός
σκέπη
σκεπτέον
σκεπτέος
σκεπτήριον
σκεπτικός
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευά
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζομαι
σκευάζω
σκευάριον
σκευασία
σκεύασμα
σκευαστέον
View word page
σκερβόλλω
to scold, abuse

ShortDef

to scold, abuse

Debugging

Headword:
σκερβόλλω
Headword (normalized):
σκερβόλλω
Headword (normalized/stripped):
σκερβολλω
IDX:
80120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80121
Key:

Data

{'content': 'to scold, abuse'}