Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκεπάστρα
σκέπαστρον
σκεπάω
σκεπεινός
σκέπη
σκεπτέον
σκεπτέος
σκεπτήριον
σκεπτικός
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευά
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζομαι
σκευάζω
σκευάριον
σκευασία
σκεύασμα
View word page
σκέπω
cover, protect
ShortDef
cover, protect
Debugging
Headword:
σκέπω
Headword (normalized):
σκέπω
Headword (normalized/stripped):
σκεπω
IDX:
80119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80120
Key:
Data
{'content': 'cover, protect'}