Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκεπαστός
σκεπάστρα
σκέπαστρον
σκεπάω
σκεπεινός
σκέπη
σκεπτέον
σκεπτέος
σκεπτήριον
σκεπτικός
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευά
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζομαι
σκευάζω
σκευάριον
σκευασία
View word page
σκέπτομαι
to look about, look carefully
ShortDef
to look about, look carefully
Debugging
Headword:
σκέπτομαι
Headword (normalized):
σκέπτομαι
Headword (normalized/stripped):
σκεπτομαι
IDX:
80118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80119
Key:
Data
{'content': 'to look about, look carefully'}