Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκεπαστής
σκεπαστικός
σκεπαστός
σκεπάστρα
σκέπαστρον
σκεπάω
σκεπεινός
σκέπη
σκεπτέον
σκεπτέος
σκεπτήριον
σκεπτικός
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
σκευά
σκευαγωγέω
σκευαγωγός
σκευάζομαι
σκευάζω
View word page
σκεπτήριον
proof
ShortDef
proof
Debugging
Headword:
σκεπτήριον
Headword (normalized):
σκεπτήριον
Headword (normalized/stripped):
σκεπτηριον
IDX:
80116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80117
Key:
Data
{'content': 'proof'}