Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκέπας
σκέπασις
σκέπασμα
σκεπαστέον
σκεπαστήριος
σκεπαστής
σκεπαστικός
σκεπαστός
σκεπάστρα
σκέπαστρον
σκεπάω
σκεπεινός
σκέπη
σκεπτέον
σκεπτέος
σκεπτήριον
σκεπτικός
σκέπτομαι
σκέπω
σκερβόλλω
σκέρβολος
View word page
σκεπάω
to cover, shelter

ShortDef

to cover, shelter

Debugging

Headword:
σκεπάω
Headword (normalized):
σκεπάω
Headword (normalized/stripped):
σκεπαω
IDX:
80111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80112
Key:

Data

{'content': 'to cover, shelter'}