Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνόμιχλος
ἀνόμματος
ἀνομογένεια
ἀνομογενής
ἀνομοειδής
ἀνομόζηλος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοβαρής
ἀνομοιογενής
ἀνομοιογώνιος
ἀνομοιοειδής
ἀνομοιοκατάληκτος
ἀνομοιομερής
ἀνομοιοποιός
ἀνομοιόπτωτος
ἀνόμοιος
ἀνομοιόστροφος
ἀνομοιοσχήμων
ἀνομοιότης
ἀνομοιότροπος
ἀνομοιόφυλος
View word page
ἀνομοιοειδής
of unlike kind, heterogeneous

ShortDef

of unlike kind, heterogeneous

Debugging

Headword:
ἀνομοιοειδής
Headword (normalized):
ἀνομοιοειδής
Headword (normalized/stripped):
ανομοιοειδης
IDX:
8010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8011
Key:

Data

{'content': 'of unlike kind, heterogeneous'}