Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκεπαρνίζω
σκεπάρνιον
σκέπαρνον
σκέπας
σκέπασις
σκέπασμα
σκεπαστέον
σκεπαστήριος
σκεπαστής
σκεπαστικός
σκεπαστός
σκεπάστρα
σκέπαστρον
σκεπάω
σκεπεινός
σκέπη
σκεπτέον
σκεπτέος
σκεπτήριον
σκεπτικός
σκέπτομαι
View word page
σκεπαστός
covered
ShortDef
covered
Debugging
Headword:
σκεπαστός
Headword (normalized):
σκεπαστός
Headword (normalized/stripped):
σκεπαστος
IDX:
80108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80109
Key:
Data
{'content': 'covered'}