Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκεπαρνηδόν
σκεπαρνίζω
σκεπάρνιον
σκέπαρνον
σκέπας
σκέπασις
σκέπασμα
σκεπαστέον
σκεπαστήριος
σκεπαστής
σκεπαστικός
σκεπαστός
σκεπάστρα
σκέπαστρον
σκεπάω
σκεπεινός
σκέπη
σκεπτέον
σκεπτέος
σκεπτήριον
σκεπτικός
View word page
σκεπαστικός
sheltering
ShortDef
sheltering
Debugging
Headword:
σκεπαστικός
Headword (normalized):
σκεπαστικός
Headword (normalized/stripped):
σκεπαστικος
IDX:
80107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80108
Key:
Data
{'content': 'sheltering'}