Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκεπανός
σκεπαρνηδόν
σκεπαρνίζω
σκεπάρνιον
σκέπαρνον
σκέπας
σκέπασις
σκέπασμα
σκεπαστέον
σκεπαστήριος
σκεπαστής
σκεπαστικός
σκεπαστός
σκεπάστρα
σκέπαστρον
σκεπάω
σκεπεινός
σκέπη
σκεπτέον
σκεπτέος
σκεπτήριον
View word page
σκεπαστής
shelterer, protector

ShortDef

shelterer, protector

Debugging

Headword:
σκεπαστής
Headword (normalized):
σκεπαστής
Headword (normalized/stripped):
σκεπαστης
IDX:
80106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80107
Key:

Data

{'content': 'shelterer, protector'}