Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκεπάζω
σκέπανον
σκέπανος
σκεπανός
σκεπαρνηδόν
σκεπαρνίζω
σκεπάρνιον
σκέπαρνον
σκέπας
σκέπασις
σκέπασμα
σκεπαστέον
σκεπαστήριος
σκεπαστής
σκεπαστικός
σκεπαστός
σκεπάστρα
σκέπαστρον
σκεπάω
σκεπεινός
σκέπη
View word page
σκέπασμα
a covering, shelter

ShortDef

a covering, shelter

Debugging

Headword:
σκέπασμα
Headword (normalized):
σκέπασμα
Headword (normalized/stripped):
σκεπασμα
IDX:
80103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80104
Key:

Data

{'content': 'a covering, shelter'}