Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκελόδεσμον
σκελοκοπία
σκελοπέδη
σκέλος
σκελοτύρβη
σκέμμα
σκενδύλη
σκεπάζω
σκέπανον
σκέπανος
σκεπανός
σκεπαρνηδόν
σκεπαρνίζω
σκεπάρνιον
σκέπαρνον
σκέπας
σκέπασις
σκέπασμα
σκεπαστέον
σκεπαστήριος
σκεπαστής
View word page
σκεπανός
sheltered
ShortDef
sheltered
Debugging
Headword:
σκεπανός
Headword (normalized):
σκεπανός
Headword (normalized/stripped):
σκεπανος
IDX:
80096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80097
Key:
Data
{'content': 'sheltered'}