Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκελεαγής
σκέλεαι
σκελετεία
σκελέτευμα
σκελετεύω
σκελετός
σκελετώδης
σκελίσκος
σκελισμός
σκελιφρός
σκελλός
σκέλλω
σκελόδεσμον
σκελοκοπία
σκελοπέδη
σκέλος
σκελοτύρβη
σκέμμα
σκενδύλη
σκεπάζω
σκέπανον
View word page
σκελλός
crook-legged
ShortDef
crook-legged
Debugging
Headword:
σκελλός
Headword (normalized):
σκελλός
Headword (normalized/stripped):
σκελλος
IDX:
80084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80085
Key:
Data
{'content': 'crook-legged'}