Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκεθρός
σκελεαγής
σκέλεαι
σκελετεία
σκελέτευμα
σκελετεύω
σκελετός
σκελετώδης
σκελίσκος
σκελισμός
σκελιφρός
σκελλός
σκέλλω
σκελόδεσμον
σκελοκοπία
σκελοπέδη
σκέλος
σκελοτύρβη
σκέμμα
σκενδύλη
σκεπάζω
View word page
σκελιφρός
dry, parched, lean, dry

ShortDef

dry, parched, lean, dry

Debugging

Headword:
σκελιφρός
Headword (normalized):
σκελιφρός
Headword (normalized/stripped):
σκελιφρος
IDX:
80083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80084
Key:

Data

{'content': 'dry, parched, lean, dry'}