Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκεδαστικός
σκεδαστός
σκεθρός
σκελεαγής
σκέλεαι
σκελετεία
σκελέτευμα
σκελετεύω
σκελετός
σκελετώδης
σκελίσκος
σκελισμός
σκελιφρός
σκελλός
σκέλλω
σκελόδεσμον
σκελοκοπία
σκελοπέδη
σκέλος
σκελοτύρβη
σκέμμα
View word page
σκελίσκος
little leg

ShortDef

little leg

Debugging

Headword:
σκελίσκος
Headword (normalized):
σκελίσκος
Headword (normalized/stripped):
σκελισκος
IDX:
80081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80082
Key:

Data

{'content': 'little leg'}