Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκέδασις
σκεδαστής
σκεδαστικός
σκεδαστός
σκεθρός
σκελεαγής
σκέλεαι
σκελετεία
σκελέτευμα
σκελετεύω
σκελετός
σκελετώδης
σκελίσκος
σκελισμός
σκελιφρός
σκελλός
σκέλλω
σκελόδεσμον
σκελοκοπία
σκελοπέδη
σκέλος
View word page
σκελετός
dried up, withered

ShortDef

dried up, withered

Debugging

Headword:
σκελετός
Headword (normalized):
σκελετός
Headword (normalized/stripped):
σκελετος
IDX:
80079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80080
Key:

Data

{'content': 'dried up, withered'}