Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεδαστής
σκεδαστικός
σκεδαστός
σκεθρός
σκελεαγής
σκέλεαι
σκελετεία
σκελέτευμα
σκελετεύω
σκελετός
σκελετώδης
σκελίσκος
σκελισμός
σκελιφρός
σκελλός
σκέλλω
σκελόδεσμον
σκελοκοπία
σκελοπέδη
View word page
σκελετεύω
wither

ShortDef

wither

Debugging

Headword:
σκελετεύω
Headword (normalized):
σκελετεύω
Headword (normalized/stripped):
σκελετευω
IDX:
80078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80079
Key:

Data

{'content': 'wither'}