Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαφώρη
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεδαστής
σκεδαστικός
σκεδαστός
σκεθρός
σκελεαγής
σκέλεαι
σκελετεία
σκελέτευμα
σκελετεύω
σκελετός
σκελετώδης
σκελίσκος
σκελισμός
σκελιφρός
σκελλός
σκέλλω
σκελόδεσμον
σκελοκοπία
View word page
σκελέτευμα
anything withered

ShortDef

anything withered

Debugging

Headword:
σκελέτευμα
Headword (normalized):
σκελέτευμα
Headword (normalized/stripped):
σκελετευμα
IDX:
80077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80078
Key:

Data

{'content': 'anything withered'}