Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκάφος2
σκαφώρη
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεδαστής
σκεδαστικός
σκεδαστός
σκεθρός
σκελεαγής
σκέλεαι
σκελετεία
σκελέτευμα
σκελετεύω
σκελετός
σκελετώδης
σκελίσκος
σκελισμός
σκελιφρός
σκελλός
σκέλλω
σκελόδεσμον
View word page
σκελετεία
a being withered
ShortDef
a being withered
Debugging
Headword:
σκελετεία
Headword (normalized):
σκελετεία
Headword (normalized/stripped):
σκελετεια
IDX:
80076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80077
Key:
Data
{'content': 'a being withered'}