Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκάφος
σκάφος2
σκαφώρη
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεδαστής
σκεδαστικός
σκεδαστός
σκεθρός
σκελεαγής
σκέλεαι
σκελετεία
σκελέτευμα
σκελετεύω
σκελετός
σκελετώδης
σκελίσκος
σκελισμός
σκελιφρός
σκελλός
σκέλλω
View word page
σκέλεαι
breeches
ShortDef
breeches
Debugging
Headword:
σκέλεαι
Headword (normalized):
σκέλεαι
Headword (normalized/stripped):
σκελεαι
IDX:
80075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80076
Key:
Data
{'content': 'breeches'}