Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκαφοπάκτων
σκαφόπλωρος
σκάφος
σκάφος2
σκαφώρη
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεδαστής
σκεδαστικός
σκεδαστός
σκεθρός
σκελεαγής
σκέλεαι
σκελετεία
σκελέτευμα
σκελετεύω
σκελετός
σκελετώδης
σκελίσκος
σκελισμός
σκελιφρός
View word page
σκεθρός
exact, careful
ShortDef
exact, careful
Debugging
Headword:
σκεθρός
Headword (normalized):
σκεθρός
Headword (normalized/stripped):
σκεθρος
IDX:
80073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80074
Key:
Data
{'content': 'exact, careful'}