Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαφολουτρέω
σκαφοπάκτων
σκαφόπλωρος
σκάφος
σκάφος2
σκαφώρη
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεδαστής
σκεδαστικός
σκεδαστός
σκεθρός
σκελεαγής
σκέλεαι
σκελετεία
σκελέτευμα
σκελετεύω
σκελετός
σκελετώδης
σκελίσκος
σκελισμός
View word page
σκεδαστός
that may be scattered

ShortDef

that may be scattered

Debugging

Headword:
σκεδαστός
Headword (normalized):
σκεδαστός
Headword (normalized/stripped):
σκεδαστος
IDX:
80072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80073
Key:

Data

{'content': 'that may be scattered'}