Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνόμημα
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμιστος
ἀνόμιχλος
ἀνόμματος
ἀνομογένεια
ἀνομογενής
ἀνομοειδής
ἀνομόζηλος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοβαρής
ἀνομοιογενής
ἀνομοιογώνιος
ἀνομοιοειδής
ἀνομοιοκατάληκτος
ἀνομοιομερής
ἀνομοιοποιός
ἀνομοιόπτωτος
ἀνόμοιος
ἀνομοιόστροφος
View word page
ἀνομοθέτητος
unregulated by law

ShortDef

unregulated by law

Debugging

Headword:
ἀνομοθέτητος
Headword (normalized):
ἀνομοθέτητος
Headword (normalized/stripped):
ανομοθετητος
IDX:
8006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8007
Key:

Data

{'content': 'unregulated by law'}