Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαφίς2
σκαφιστήριον
σκαφίτης
σκαφοειδής
σκαφολουτρέω
σκαφοπάκτων
σκαφόπλωρος
σκάφος
σκάφος2
σκαφώρη
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεδαστής
σκεδαστικός
σκεδαστός
σκεθρός
σκελεαγής
σκέλεαι
σκελετεία
σκελέτευμα
σκελετεύω
View word page
σκεδάννυμι
to scatter, disperse

ShortDef

to scatter, disperse

Debugging

Headword:
σκεδάννυμι
Headword (normalized):
σκεδάννυμι
Headword (normalized/stripped):
σκεδαννυμι
IDX:
80068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80069
Key:

Data

{'content': 'to scatter, disperse'}