Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκάφιον2
σκαφίς
σκαφίς2
σκαφιστήριον
σκαφίτης
σκαφοειδής
σκαφολουτρέω
σκαφοπάκτων
σκαφόπλωρος
σκάφος
σκάφος2
σκαφώρη
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεδαστής
σκεδαστικός
σκεδαστός
σκεθρός
σκελεαγής
σκέλεαι
σκελετεία
View word page
σκάφος2
(the hull of) a ship

ShortDef

a digging, hoeing
(the hull of) a ship

Debugging

Headword:
σκάφος2
Headword (normalized):
σκάφος
Headword (normalized/stripped):
σκαφος2
IDX:
80066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80067
Key:

Data

{'content': '(the hull of) a ship'}