Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκάφιον
σκάφιον2
σκαφίς
σκαφίς2
σκαφιστήριον
σκαφίτης
σκαφοειδής
σκαφολουτρέω
σκαφοπάκτων
σκαφόπλωρος
σκάφος
σκάφος2
σκαφώρη
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεδαστής
σκεδαστικός
σκεδαστός
σκεθρός
σκελεαγής
σκέλεαι
View word page
σκάφος
a digging, hoeing

ShortDef

a digging, hoeing
(the hull of) a ship

Debugging

Headword:
σκάφος
Headword (normalized):
σκάφος
Headword (normalized/stripped):
σκαφος
IDX:
80065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80066
Key:

Data

{'content': 'a digging, hoeing'}