Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκάφιον
σκάφιον2
σκαφίς
σκαφίς2
σκαφιστήριον
σκαφίτης
σκαφοειδής
σκαφολουτρέω
σκαφοπάκτων
σκαφόπλωρος
σκάφος
σκάφος2
σκαφώρη
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεδαστής
σκεδαστικός
σκεδαστός
View word page
σκαφολουτρέω
bathe in a tub

ShortDef

bathe in a tub

Debugging

Headword:
σκαφολουτρέω
Headword (normalized):
σκαφολουτρέω
Headword (normalized/stripped):
σκαφολουτρεω
IDX:
80062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80063
Key:

Data

{'content': 'bathe in a tub'}