Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκαφηφορέω
σκαφιά
σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκάφιον
σκάφιον2
σκαφίς
σκαφίς2
σκαφιστήριον
σκαφίτης
σκαφοειδής
σκαφολουτρέω
σκαφοπάκτων
σκαφόπλωρος
σκάφος
σκάφος2
σκαφώρη
σκεδάννυμι
σκέδασις
σκεδαστής
View word page
σκαφίτης
one who guides a skiff, steersman
ShortDef
one who guides a skiff, steersman
Debugging
Headword:
σκαφίτης
Headword (normalized):
σκαφίτης
Headword (normalized/stripped):
σκαφιτης
IDX:
80060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80061
Key:
Data
{'content': 'one who guides a skiff, steersman'}