Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνομήλικος
ἀνόμημα
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμιστος
ἀνόμιχλος
ἀνόμματος
ἀνομογένεια
ἀνομογενής
ἀνομοειδής
ἀνομόζηλος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοβαρής
ἀνομοιογενής
ἀνομοιογώνιος
ἀνομοιοειδής
ἀνομοιοκατάληκτος
ἀνομοιομερής
ἀνομοιοποιός
ἀνομοιόπτωτος
ἀνόμοιος
View word page
ἀνομόζηλος
having a different bent

ShortDef

having a different bent

Debugging

Headword:
ἀνομόζηλος
Headword (normalized):
ἀνομόζηλος
Headword (normalized/stripped):
ανομοζηλος
IDX:
8005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8006
Key:

Data

{'content': 'having a different bent'}