Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκαφή
σκάφη
σκαφητός
σκαφηφορέω
σκαφιά
σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκάφιον
σκάφιον2
σκαφίς
σκαφίς2
σκαφιστήριον
σκαφίτης
σκαφοειδής
σκαφολουτρέω
σκαφοπάκτων
σκαφόπλωρος
View word page
σκαφιόκουρος
one with his hair cut in the fashion

ShortDef

one with his hair cut in the fashion

Debugging

Headword:
σκαφιόκουρος
Headword (normalized):
σκαφιόκουρος
Headword (normalized/stripped):
σκαφιοκουρος
IDX:
80054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80055
Key:

Data

{'content': 'one with his hair cut in the fashion'}