Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκαφή
σκάφη
σκαφητός
σκαφηφορέω
σκαφιά
σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκάφιον
σκάφιον2
σκαφίς
σκαφίς2
σκαφιστήριον
σκαφίτης
σκαφοειδής
σκαφολουτρέω
σκαφοπάκτων
View word page
σκαφιδοποιός
alvearius
ShortDef
alvearius
Debugging
Headword:
σκαφιδοποιός
Headword (normalized):
σκαφιδοποιός
Headword (normalized/stripped):
σκαφιδοποιος
IDX:
80053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80054
Key:
Data
{'content': 'alvearius'}