Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκαφή
σκάφη
σκαφητός
σκαφηφορέω
σκαφιά
σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκάφιον
σκάφιον2
σκαφίς
σκαφίς2
σκαφιστήριον
σκαφίτης
σκαφοειδής
σκαφολουτρέω
View word page
σκαφίδιον
a small skiff

ShortDef

a small skiff

Debugging

Headword:
σκαφίδιον
Headword (normalized):
σκαφίδιον
Headword (normalized/stripped):
σκαφιδιον
IDX:
80052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80053
Key:

Data

{'content': 'a small skiff'}