Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκαφή
σκάφη
σκαφητός
σκαφηφορέω
σκαφιά
σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκάφιον
σκάφιον2
σκαφίς
σκαφίς2
σκαφιστήριον
σκαφίτης
σκαφοειδής
View word page
σκαφιά
trench, pit
ShortDef
trench, pit
Debugging
Headword:
σκαφιά
Headword (normalized):
σκαφιά
Headword (normalized/stripped):
σκαφια
IDX:
80051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80052
Key:
Data
{'content': 'trench, pit'}