Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκαφεία
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκαφή
σκάφη
σκαφητός
σκαφηφορέω
σκαφιά
σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκάφιον
σκάφιον2
σκαφίς
σκαφίς2
σκαφιστήριον
σκαφίτης
View word page
σκαφηφορέω
carry a tray

ShortDef

carry a tray

Debugging

Headword:
σκαφηφορέω
Headword (normalized):
σκαφηφορέω
Headword (normalized/stripped):
σκαφηφορεω
IDX:
80050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80051
Key:

Data

{'content': 'carry a tray'}