Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκαῦρος
σκαφεία
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκαφή
σκάφη
σκαφητός
σκαφηφορέω
σκαφιά
σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκάφιον
σκάφιον2
σκαφίς
σκαφίς2
σκαφιστήριον
View word page
σκαφητός
hoeing
ShortDef
hoeing
Debugging
Headword:
σκαφητός
Headword (normalized):
σκαφητός
Headword (normalized/stripped):
σκαφητος
IDX:
80049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80050
Key:
Data
{'content': 'hoeing'}