Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σκάτων
Σκαῦρος
σκαῦρος
σκαφεία
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκαφή
σκάφη
σκαφητός
σκαφηφορέω
σκαφιά
σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκάφιον
σκάφιον2
σκαφίς
View word page
σκαφή
digging
ShortDef
digging
Debugging
Headword:
σκαφή
Headword (normalized):
σκαφή
Headword (normalized/stripped):
σκαφη
IDX:
80047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80048
Key:
Data
{'content': 'digging'}