Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκατοφόροι
Σκάτων
Σκαῦρος
σκαῦρος
σκαφεία
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκαφή
σκάφη
σκαφητός
σκαφηφορέω
σκαφιά
σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκάφιον
σκάφιον2
View word page
σκαφεύω
lay
ShortDef
lay
Debugging
Headword:
σκαφεύω
Headword (normalized):
σκαφεύω
Headword (normalized/stripped):
σκαφευω
IDX:
80046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80047
Key:
Data
{'content': 'lay'}