Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκατοφάγος
σκατοφόροι
Σκάτων
Σκαῦρος
σκαῦρος
σκαφεία
σκαφεῖον
σκαφετός
σκαφεύς
σκάφευσις
σκαφευτής
σκαφεύω
σκαφή
σκάφη
σκαφητός
σκαφηφορέω
σκαφιά
σκαφίδιον
σκαφιδοποιός
σκαφιόκουρος
σκάφιον
View word page
σκαφευτής
fossor
ShortDef
fossor
Debugging
Headword:
σκαφευτής
Headword (normalized):
σκαφευτής
Headword (normalized/stripped):
σκαφευτης
IDX:
80045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80046
Key:
Data
{'content': 'fossor'}